Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский
θεῶν οὐδὲν ἐπαΐοντες
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… … Dictionary of Greek
κυνοθαρσής — ή κυνοθρασής, ές (Α) θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ θαρσής λυκο θαρσής] … Dictionary of Greek